Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαΐτις — ίτιδος, ἡ, Α ονομασία εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάϊς, ονομ. πόλης τής Αιγύπτου + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κυαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
Σαίτιδος — Σαί̱τιδος , Σαῖτις a liquid measure fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)